φυλακείο

φυλακείο
το / φυλακεῑον, ΜΑ [φύλαξ, -ακος]
κτήριο στο οποίο διαμένουν οι άνδρες τής φρουράς
μσν.
ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες κατά την εμμηνορρυσία
αρχ.
το σύνολο τών φρουρών, η φρουρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”